ιδιαίτατος

ιδιαίτατος
η, ον см. ιδιαίτερος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ιδιαίτατος" в других словарях:

  • ιδιαίτατος — η, ο (Α ἰδιαίτατος, άτη, ον) ο εντελώς ξεχωριστός, ο ολωσδιόλου εξαίρετος («ὁ δ ἐλέφας ἰδιαίτατον ἔχει τοῡτο τὸ μόριον τῶν ἄλλων ζῷων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος + κατάλ. υπερθ. βαθμού αιτατος (αντί οτατος / ωτατος), πρβλ. ησυχ αίτατος, παλ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»